- περίκομμα
- το, ΝΑ [περικόπτω]1. μέρος που έχει κοπεί από μια ολότητα, κομματάκι, απόκομμα2. (κυρίως για κρέας) κομμάτι από το σώμα σφαγμένου ζώου, κοψίδι3. περικοπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίκομμα — that which is cut off all round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίκομμ' — περίκομμα , περίκομμα that which is cut off all round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικομματίοις — περίκομμα that which is cut off all round neut dat pl περικομμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικομματίῳ — περίκομμα that which is cut off all round neut dat sg περικομμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικομμάτια — περίκομμα that which is cut off all round neut nom/voc/acc pl περικομμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικομμάτιον — περίκομμα that which is cut off all round neut nom/voc/acc sg περικομμάτιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικομμάτων — περίκομμα that which is cut off all round neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόμμασι — περίκομμα that which is cut off all round neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόμμασιν — περίκομμα that which is cut off all round neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόμματα — περίκομμα that which is cut off all round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)